ζιζυφιά

ζιζυφιά
η ююба (дерево]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζιζυφιά" в других словарях:

  • ζιζυφιά — και τζιτζυφιά, η [ζίζυφο] βοτ. ζίζυφος*, το δέντρο που παράγει τα τζίτζυφα …   Dictionary of Greek

  • ζίζυφος — και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η [ζίζυφο] βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών ραμνοειδών, τού οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»